Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Μικέλης Άβλιχος (1844-1917)

Σατιρικός ποιητής απο το Ληξούρι, Κεφαλονιά.Έζησε το 1844-1917.
Επηρεασμένος απο τον Μπακούνιν.
Στα ποιήματα του καυτηρίαζε το καθεστώς της εκμετάλευσης, τον μιλιταρισμό και την παπαδοκρατία.



Η πολιτική και κοινωνιολογική εγκυκλοπαίδεια του Ανεξάρτητου, Αθήνα 1934, στη σελίδα 18 γράφει για τον ποιητή:
Σατιρικός ποιητής γεννηθείς εν Ληξούρι Κεφαλληνία το 1844.Εσπούδασεν εν Βέρνη, όπου συνεδέθη μετά του ιδρυτού του νεωτέρου αναρχισμού Μπακούνιν, όστις είχε τότε μεγάλην επιρροήν μεταξύ των φοιτητικών κύκλων της Βέρνης.Αι αναρχικαά και επαναστατικαί ιδέαι του Μπακούνιν επέδρασαν μεγαλώς επί του Αβλίχου, του οποίου η ποίησης φέρει έκδηλον την επίδρασιν αυτήν.Είναι αντάξιος συνεχιστής του συμπατριώτου του Ανδρέα Λασκαράτου.Εις τα ποιήματα του εκαυτηρίασε το καθεστώς της εκμετάλευσης, του μιλιταρισμού και την παπαδοκρατία.

Μερικά ποιήματα του:

Διάκοι του Βαάλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης, ο φτωχός Χριστός
που κύρηξε για νόμο του τη χάρη
εσάς τιμή σας μόνη: το στοιχάρι,
πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν' ο θεός σας σαν και σας μιαρός.
(Χριστούγεννα)

Απ' όλες τσι εφευρέσες του νού
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή
να σε φυτεύουνε κουκί στη γή
κουκί να ξεφυτρώνεις τ' ουρανού
και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου

Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρηξη του πολέμου μας 1912.

Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α' 15-56)

Φωτοπεριχυμένη η Εκκλησία,
Μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
<Νίκας κατά βαρβάρων.να μας δώσει. Κι απ' έξω κάτι βρώμικα σκυλιά Σκουρδουμπελώντας σκαδακεύουνε Χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση! -Πέτε μου τώρα άνθρωποι γνωστικοί Μέσα η απ' έξω είναι η Λογική; -Και πάλι...ενώ...αντηχάει...το Αμήν! των σκύλων είναι το: ,Ειρήνη Υμίν>;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο
Μη μοιάσουμε στα ζώα χωρίς το Νόμο;

Ο μοχθηρός ψευδοφιλόπατρις

Το πρόσωπο του εκείνο το γιωμένο
Που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά
Το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο
Που η δυστηχία των άλλων του γεννά

Το φθονερό του μάτι το σβησμένο
Που δείχνει βουλιμία για συμφορά
Μας εξηγούν γιατ' είναι διψασμένο
Τ' αχείλι του και πόλεμο ζητά

Διψάει να ιδή στα μούτρα φορεμένους
Πατέρες και μανάδες που μισεί
Να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένου.
Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίσος σκούζει, κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει.

Ο φιλάργυρος

Σαν το χριστό κ' ή φύσις αναστημένη
στοργή και ζέση ολόγυρα σκορπάει
είναι του πάγου η πλάκα κυλισμένη
κι' από χαρά πάσα πνοή σκυρτάει.

Κι'αγάλλεται όλη η πλάση ερωτευμένη
και την ανάσταση της τραγουδάει!
Κ' ευδωδιάζει η πασχαλιά ανθισμένη
κι' ολούθε αγάπης φίλημα αντηχάει

Μόνον Ιούδα, εσύ, τ' αργύρια σου
μετράς-και δεν ευρίσκεις τη χαρά
μήτε σ'αυτά, και γι' άλλα διψασμένος

Ρίψ' τα λοιπόν και πήγαινε...κρεμάσου...
θα σε δεχτεί κουνώντας την ουρά
ο Μαμωνάς στον Άδη ενθουσιασμένος!

Στον Ψυχάρη
(για το θάνατο του παιδιού του
γράμμα συλληπητήριο)

Κατάρα να έχει ο πόλεμος
που τους βλαστούς θερίζει.
Κατάρα να έχει η δόξα η μάταιη
που σπέρνει συμφορές
που αγαπημένα αντρόγυνα
αλύπητα χωρίζει
όπου γονέων απάνθρωπα
σουβλίζει τις καρδιές.

Σ' εσέ πατέρα δύστηχε
τα λόγια τούτα λέω
στο σκοτωμό του τέκνου σου
με θλίψη της ψυχής
και τον αγιάτρευτο χαμό
φίλος μαζί σου κλαίω
ποτήρι που σ' εκέρασε
ο πόλεμος να πιείς.

Ο Μαντζουράνης
υποψήφιος έν Κεφαλληνία

Ενας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος
που επλούτησς στο τζόγο με καρπιαίς
μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος
για βουλευτής στις νέες εκλογαίς
Κι' έξω ντελάλι βγάνει και φωνάζει
<Για πούλημα ποιός είναι στα χωριά ο Μαντουράνης ψήφους αγοράζει και τους πληρώνει κι' όλα στα γερά!>
Κεφαλονίτες, άν στο πρόσωπο σας
φιλότιμο υπάρχει κι ανθρωπιά,
αποκριθήτε με το φάσκελο σας
σε εκείνον που σας πήρε για τραγιά.
Της Σάμης χωρικοί, Πλάρνοί, Ρισιάνοι
πετάξτε του στα μούτρα ταίς δραχμαίς.
Δείξτε του στην τιμή σας πως δεν φτάνει
Και δεις πληρώσετέ τον με φτυσιαίς.

Ο βίος είναι γόργιος δεσμός
κι ο θάνατος Αλέξανδρος Μεγάλος
κι ασύγκριτος χειρούργος και γιατρός
κόβει το πόδι και περνάει ο κάλος...!


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται

χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·

η θεία Φύσις κάνει για μαμμή

κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται –

νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.

Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -,

πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.

Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας

αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,

που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.

Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.

Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,

κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!


Μικέλης Άβλιχος Από την Βικιπαίδεια


Ο Άβλιχος Γ. Μικέλης (Μιχαήλ) ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής. Γεννήθηκε από εύπορους γονείς στο Λιξούρι της Κεφαλονιάς το 1844 και σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου και ήλθε σε επαφή με τον Αναρχισμό και τις ιδέες του Μιχαήλ Μπακούνιν. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, την Ζυρίχη και την Βενετία. Όταν το 1872 επέστρεψε στην πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Λασκαράτου, εστιάζοντας την λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.

Για ένα μικρό διάστημα συνεργάσθηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι' αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Κατά την περίοδο 1912 – 1913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Ζιζάνιο».

Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ, όπως γράφει ο Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Πέθανε και ετάφη στο Λιξούρι τον Νοέμβριο του 1917. Έμεινε μέχρι τον θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές και αναρχικές θέσεις του και αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: «Μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στην ζωή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου